ἐκπυέω

Revision as of 17:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A suppurate, Hp.Epid.1.20, Prog.15,Epid.2.1.7:—Med., Id.Aph.7.38, Fract.27:—Pass., Id.Aph.6.20.

German (Pape)

[Seite 777] zum Eitern bringen, auch intr., eitern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπῡέω: ἐμπυάζω, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 956, πρβλ. Προγν. 41. 40, 1002C· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1257. Ἐντεῦθεν ἐκπύημα, τό, ἕλκος σχηματίσαν πῦον, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Προγν. 41· ἐκπύησις, ἡ, «ἔμπυασμα», ὁ αὐτ. Ἀφ. 1259, κτλ.· ἐκπυητικός, ή, όν, ὁ παράγων πῦον, ἔμπυον, αὐτόθι 1253.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. convertir en pus, faire suppurer;
2 intr. suppurer.
Étymologie: ἐκ, πύον.

Spanish (DGE)

medic. supurar, formar pus, echar pus de órganos o partes del cuerpo ἐπάρματα ... οὐδ' ἐξεπύησεν las hinchazones ... no supuraron Hp.Epid.1.1, cf. 20, πρὶν ἐκπυῆσαι τὸ οὖς Hp.Prog.22, cf. 15, Heras en Gal.13.775, Gal.11.84, 12.675, 17(1).856, ἐὰν ἐκπυήσῃ τὰ οἰδήματα Gal.17(1).864
part. subst. τὰ ἐκπυοῦντα supuraciones Hp.Epid.2.1.7
en v. med.-pas. mismo sent. κατάρροοι ἐς τὴν ἄνω κοιλίην ἐκπυέονται ἐν ἡμέρῃσιν εἴκοσι Hp.Aph.7.38, cf. 6.20, τὰ ὦτα ... διὰ ταῦτα φθάνει ἐκπυούμενα Hp.Prog.22, τῶν σαρκῶν ἐκπυησομένων Hp.Fract.27, ἐκπυηθέντος τοῦ φύματος καὶ ῥαγέντος Steph.in Hp.Aph.2.426.33.