ἐκραίνω
English (LSJ)
A scatter out of, make to fall in drops from, κόμης μυελὸν ἐ. S.Tr.781 ; ἐγκέφαλον ἐξέρρᾱνε E.Cyc.402 : metaph., τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς dub. in Plb.8.6.3.
German (Pape)
[Seite 777] ausspritzen; κόμης λευκὸν μυελόν Soph. Tr. 778; Eur. Cycl. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκραίνω: κάμνω τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
1 hacer salir, esparcir κόμης ... μυελόν S.Tr.781, ἐγκέφαλον E.Cyc.402.
2 dejar caer, soltar τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς ... ἐξέρραινε dejaba caer el garfio y la cadena de la máquina Plb.8.6.3.
Greek Monolingual
ἐκραίνω (Α)
1. ραντίζω έξω
2. κάνω κάτι να χύνεται, να χυθεί ή να στάζει έξω.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐκραίνω: (aor. ἐξέρρᾱνα) разбрызгивать, брызгать (κόμης λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Soph.; ἐγκέφαλον ἐξέρρανε Eur.).
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to scatter out of, make to fall in drops from, Soph.