ἐνδακρύω
English (LSJ)
A weep in or with, ἐ. ὄμμασι suffuse them with tears, A.Ag. 541.
German (Pape)
[Seite 831] beweinen, ὥςτ' ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Aesch. Ag. 527.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδακρύω: χύνω δάκρυα, ἐμπίπλαμαι, πληροῦμαι δακρύων, ὥστ’ ἐνδακρύειν γ’ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 541.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
llorar ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο A.A.541.
Greek Monolingual
ἐνδακρύω (Α)
χύνω δάκρυα, πλημμυρίζω από δάκρυα.
Greek Monotonic
ἐνδακρύω: μέλ. -σω, χύνω δάκρυα, θρηνολογώ· ἐνδ. ὄμμασι, πλημμυρίζω τα μάτια με δάκρυα, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδακρύω: проливать слезы (ὄμμασι Aesch.).
Middle Liddell
fut. σω
to weep in: ἐνδ. ὄμμασι to suffuse them with tears, Aesch.