ἐννεάζω

Revision as of 18:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A spend one's youth in, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι to be of great stature in one's youth, Hp.Aph.2.54; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622; ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι having bloomed in spring, Philostr.Ep.51.

German (Pape)

[Seite 846] seine Jugend zubringen in, τινί, Hippocr. u. Sp.; ῥόδον ἦρι ἐννεάσαν, im Frühling blühend, Philostr., ep. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάζω: νεάζω ἔν τινι, διέρχομαι τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα σῶμα ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.

Spanish (DGE)

1 pasar la juventud en, ser joven c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble Hp.Aph.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.Regn.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.Ep.11, cf. Agath.4.25.5.
2 florecer (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.Ep.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος βίος ἐννεάζει Eust.1257.33.

Greek Monolingual

ἐννεάζω (AM) νεάζω
περνώ τη νεότητα («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῡ περιπάτου δογμάτων», Συν.)
αρχ.
(για ρόδο) ανθώῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).