ἐνοκλάζω

Revision as of 18:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A squat upon, τοῖς ὀπισθίοις, of a dog, Philostr.Jun.Im.3.

German (Pape)

[Seite 849] niederknieen auf, τινί, Philostr. jun. im. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοκλάζω: γονατίζω καὶ κάθημαι, ὁ δὲ τοῖς ὀπισθίοις ἐνοκλάσας, «καθίσας εἰς τὰ ὀπισθινά του», ἐπὶ κυνός, Φιλόστρ. 867.

Spanish (DGE)

agacharse sobre, sentarse τοῖς ὀπισθίοις un perro, Philostr.Iun.Im.3.5.

Greek Monolingual

ἐνοκλάζω (Α) οκλάζω
(για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια.