ἐξαποτίνω

Revision as of 18:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A satisfy in full, Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.

German (Pape)

[Seite 871] ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποτίνω: ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, καταπραΰνω, οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Ἰλ. Φ. 412.

French (Bailly abrégé)

donner entière satisfaction à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποτίνω.

English (Autenrieth)

pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 saldar una deuda, compensar por completo οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
2 sufrir un castigo δεσμοῖς ... πεφυλαγμένοι ἐξαποτῖσαι encadenados para sufrir castigo, Orac.Sib.1.102, cf. 180.

Greek Monolingual

ἐξαποτίνω (Α)
ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].

Greek Monotonic

ἐξαποτίνω: [ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποτίνω: (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.).

Middle Liddell

to satisfy in full, Il.