ἐξαποτίνω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποτίνω Medium diacritics: ἐξαποτίνω Low diacritics: εξαποτίνω Capitals: ΕΞΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: exapotínō Transliteration B: exapotinō Transliteration C: eksapotino Beta Code: e)capoti/nw

English (LSJ)

[ῑ], satisfy in full, Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 saldar una deuda, compensar por completo οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
2 sufrir un castigo δεσμοῖς ... πεφυλαγμένοι ἐξαποτῖσαι encadenados para sufrir castigo, Orac.Sib.1.102, cf. 180.

German (Pape)

[Seite 871] ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.

French (Bailly abrégé)

donner entière satisfaction à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποτίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποτίνω: (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποτίνω: ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, καταπραΰνω, οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Ἰλ. Φ. 412.

English (Autenrieth)

pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.

Greek Monolingual

ἐξαποτίνω (Α)
ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].

Greek Monotonic

ἐξαποτίνω: [ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to satisfy in full, Il.