ἐπικέλευσις

Revision as of 19:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A cheering on, exhortation, Th.4.95, D.H.2.41.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, Zuruf, Ermunterung, Thuc. 4, 95 u. Sp., wie D. Hal. 2, 41.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: ἐπικελεύω.

Greek Monolingual

ἐπικέλευσις, ἡ (Α) επικελευω
προτροπή, επιφώνηση για ενθάρρυνση.

Greek Monotonic

ἐπικέλευσις: -εως, ἡ, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικέλευσις: εως ἡ предписание, приказание: ἡ παραίνεσις ὑπόμνησιν μᾶλλον ἔχει ἢ ἐπικέλευσιν Thuc. увещевание больше напоминает, чем требует.

Middle Liddell

ἐπικέλευσις, εως
a cheering on, exhortation, Thuc.

English (Woodhouse)

encouragement, exhortation