ἐπισφοδρύνω

Revision as of 19:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A make rigid, intensify, Plu.Cleom.10 ; corroborate, confirm, Phld.Sign.28.

German (Pape)

[Seite 988] streng machen, Plut. Cleom. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφοδρύνω: σφοδρύνω ἔτι μᾶλλον, Πλουτ. Κλεομέν. 10, Φιλόδημ. 1. σ. 36.

French (Bailly abrégé)

rendre plus fort, renforcer.
Étymologie: ἐπί, σφοδρύνω.

Greek Monolingual

ἐπισφοδρύνω (Α)
ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφοδρύνω: (ῡ) усиливать, укреплять (τὴν ἀρχήν Plut.).