ἐριβρεμής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1028] ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, Ἀνθ. Π. 6. 344.
Greek Monolingual
ἐριβρεμής, -ές (Α)
βλ. ερίβρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρεμής (< βρέμω)].
Greek Monotonic
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμής: Anth. = ἐριβρεμέτης.
Middle Liddell
ἐρι-βρεμής, ές = ἐρίβρομος, Anth.]