Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
ἐρίβρομος, -ον (Α)
1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.)
2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.)
3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βρόμος «βροντή»].