ερίβρομος

From LSJ

Greek Monolingual

ἐρίβρομος, -ον (Α)
1. αυτός που φωνάζει δυνατάεἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.)
2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.)
3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βρόμος «βροντή»].