ἐχυρότης

Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A strength, ἐν οἰκοδομίαις Ph.2.116, cf. 120, 1.478 (ἐχ- Pap.), 688, J.AJ15.11.4. (ὀχυρότης is a v.l. and shd. be preferred in Plb.1.57.6, but for καὶ ὀχ- (v.l. καὶ ἰσχ-) in Ph.1.644 καὶ ἐχ- shd. be restored.)

German (Pape)

[Seite 1127] ητος, ἡ, Haltbarkeit, Festigkeit, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῠρότης: -ητος, ἡ, στερεότης, καὶ τὴν ἐν οἰκοδομίαις ἐχυρότητα Φίλων 1. 644, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ὀχυρότης, Πολύβ. 1. 57, 6.

Greek Monolingual

ἐχυρότης, ἡ (Α) εχυρός
στερεότητα, ασφάλεια («ἀπρόσιτα διὰ τὴν ἐχυρότητα», Πολ.).