ἐχυρότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A strength, ἐν οἰκοδομίαις Ph.2.116, cf. 120, 1.478 (ἐχ- Pap.), 688, J.AJ15.11.4. (ὀχυρότης is a v.l. and shd. be preferred in Plb.1.57.6, but for καὶ ὀχ- (v.l. καὶ ἰσχ-) in Ph.1.644 καὶ ἐχ- shd. be restored.)
German (Pape)
[Seite 1127] ητος, ἡ, Haltbarkeit, Festigkeit, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῠρότης: -ητος, ἡ, στερεότης, καὶ τὴν ἐν οἰκοδομίαις ἐχυρότητα Φίλων 1. 644, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ὀχυρότης, Πολύβ. 1. 57, 6.
Greek Monolingual
ἐχυρότης, ἡ (Α) εχυρός
στερεότητα, ασφάλεια («ἀπρόσιτα διὰ τὴν ἐχυρότητα», Πολ.).