ὀχυρότης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, firmness, strength, especially of a stronghold or country, -τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.
German (Pape)
[Seite 431] ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes; πιστεύειν ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, Pol. 5, 62, 6; D. Sic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀχυρός, μάλιστα ἐπὶ φρουρίου, τόπου ἢ θέσεως, Πολύβ. 5. 62, 6., 7. 15, 2, κλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχῠρότης: ητος ἡ укрепленность, неприступность (αἱ ὀχυρότητες τῶν τόπων Polyb.).