ἑρμάζω

Revision as of 22:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(ἕρμα)    A steady, support, Hp.Art.44.    II ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1032] eine Stütze, ἕρμα, daruntersetzen, feststellen, Hippocr.; mit Ballast füllen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμάζω: (ἕρμα), στηρίζω, στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».

Greek Monolingual

ἑρμάζω (Α) έρμα
1. στηρίζω, στερεώνω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι
ἐλαφρῶς περιελίξαι».