ἑρμάζω
English (LSJ)
(ἕρμα) A steady, support, Hp.Art.44. II ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1032] eine Stütze, ἕρμα, daruntersetzen, feststellen, Hippocr.; mit Ballast füllen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμάζω: (ἕρμα), στηρίζω, στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».
Greek Monolingual
ἑρμάζω (Α) έρμα
1. στηρίζω, στερεώνω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι
ἐλαφρῶς περιελίξαι».