ἔρεψις

Revision as of 22:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.) ; style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.

Greek Monolingual

ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].

Greek Monotonic

ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρεψις: εως ἡ ἐρέφω крыша, кровля Plut.

Middle Liddell

ἔρεψις, εως ἐρέφω
a roofing, roof, Plut.