Ἑρμίδιον

Revision as of 23:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. Ἑρμῄδιον. small figure of Hermes, small statue of Hermes, dear little Hermes

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμίδιον: ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς, μικρὸν ἄγαλμα Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς ἔκφρασις στοργῆς καὶ ἀγάπης, ὑποκόρισμα φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον αὐτόθι 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, Ἑρμήδιον διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., ὅπερ ἴσως εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit Hermès :
1 statuette ou figurine d’Hermès;
2 t. d’affect. cher petit Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.

Greek Monotonic

Ἑρμίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του Ἑρμῆς, μικρό άγαλμα Ερμή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμίδιον: (μῑ) τό [demin. к Ἑρμῆς I] Гермидий
1) статуэтка Гермеса Arph.;
2) ласк. в обращении к Гермесу Arst.

Middle Liddell


Dim. of Ἑρμῆς, a little Hermes, Ar.