ἡδυμέλεια

Revision as of 23:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A sweetness of melody, Vett.Val.3.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1153] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.

Greek Monolingual

ἡδυμέλεια, ἡ (AM) ηδυμελής
1. ως ουσ. η γλυκύτητα της μελωδίας, η αρμονία
2. ως επίθ. ποιητ. τ. του θηλ. του επιθ. ηδυμελήςἡδυμέλεια σύριγξ» — γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.).