ἡμιέτης

Revision as of 23:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες, (ἔτος)    A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.

German (Pape)

[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.

Greek Monolingual

ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. δι-έτης, χιλι-έτης].