ἰσόβοιος

Revision as of 23:36, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (βοῦς)    A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος.    II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.

German (Pape)

[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.

Greek Monolingual

ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί-βοιος, μυριό-βοιος].