ἱμαντόδετος

Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bound with thongs, gloss on τρητοῖσι, Sch.Od.1.440.

German (Pape)

[Seite 1252] mit Riemen gebunden, Schol. Od. 1, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόδετος: -ον, δεδεμένος δι’ ἱμάντων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 440.

Greek Monolingual

ἱμαντόδετος, -ον (Α)
δεμένος με ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό-δετος, σχοινό-δετος].