ἱμαντομάχος

Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[μᾰ], ον,    A fighting with the caestus, Orac.in Tz.H.7.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντομάχος: -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.

Greek Monolingual

ἱμαντομάχος, -ον (Μ)
αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλο-μάχος, σφαιρο-μάχος].