ἱματισμός

Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,    A clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.

English (Strong)

from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.

Greek Monotonic

ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.

Middle Liddell

ἱμᾰτισμός, ὁ, ἱματίζω
clothing, apparel, Theophr.

Chinese

原文音譯:ƒmatismÒj 希馬提士摩士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:衣服(著)
字義溯源:服裝,服飾,衣服,裏衣,華麗衣服;源自(ἱματίζω)=穿上服裝);而 (ἱματίζω)出自(ἱμάτιον)=衣裳), (ἱμάτιον)出自(ἔννομος)X*=穿著)。參讀 (ἔνδυμα)同義字參讀 (ἱμάτιον)同源字
出現次數:總共(6);太(1);路(2);約(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 衣服(3) 路7:25; 路9:29; 徒20:33;
2) 裏衣(2) 太27:35; 約19:24;
3) 華麗衣服(1) 提前2:9