ον, A = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.6.1 (Sup.).
[Seite 322] = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.
ὀλῐγότεκνος: -ον, = ὀλιγόπαις, Μάξ. Τύρ. 17. 42.
-η, -ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, -ον)αυτός που έχει λίγα τέκνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].