ὀλιγότεκνος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ὀλιγότεκνον, = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.6.1 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 322] = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγότεκνος: -ον, = ὀλιγόπαις, Μάξ. Τύρ. 17. 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, -ον)
αυτός που έχει λίγα τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος].