ὀλιγόπαις
From LSJ
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ, with few children, Pl. Lg.930a.
German (Pape)
[Seite 321] αιδος, wenige Kinder habend, neben ἄπαις Plat. Legg. XI, 930 a.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόπαις: παιδος adj. имеющий мало детей, малодетный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγα τέκνα, Πλάτ. Νόμ. 930Α.
Greek Monolingual
ὀλιγόπαις, -παιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λίγα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + παῖς.