ὀρνεάζομαι

Revision as of 07:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A carry the head high, like a fowler looking out for birds, Com.Adesp. 1202.

German (Pape)

[Seite 382] Vögel fangen, u. übertr., sprichwörtlich, den Kopf in der Höhe tragen, wie ein Vogelsteller, der Vögel sucht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεάζομαι: ἀποθ., θηρεύω ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ ὀρνιθοθήρας ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρνεάζομαι (Α) όρνεον
1. ασχολούμαι με το κυνήγι ορνέων
2. μτφ. κρατώ το κεφάλι ψηλά, όπως ο κυνηγός που ψάχνει για το θήραμά του.