ὑΐδιον

Revision as of 08:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.);    A v. ὕδιον.
ὑΐδιον (B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).

Greek (Liddell-Scott)

ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.

Greek Monolingual

(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.
(II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.

Greek Monotonic

ὑΐδιον: τό,
I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑΐδιον:
I и υἵδιον τό υἱός сынок, сыночек Arph.
II τό [ὗς] свинка, поросенок Xen.