ὑΐδιον
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.);
A v. ὕδιον.
(B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.
Russian (Dvoretsky)
ὑΐδιον:
I и υἵδιον τό υἱός сынок, сыночек Arph.
II τό [ὗς] свинка, поросенок Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.
Greek Monolingual
(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.
(II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.
Greek Monotonic
ὑΐδιον: τό,
I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.