ὑγρόχυτος

Revision as of 08:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (χέω)    A pouring or poured forth wet, Nonn.D.8.275.

German (Pape)

[Seite 1172] sich feucht ergießend, feucht, naß ergossen, ὄμβρος Nonn. D. 8, 274.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ῥέων ἢ ἐκχεόμενος ὑγρός, Νόνν. Δ. 8. 275.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που χύνεται σαν υγρόὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό-χυτος, υδρό-χυτος].