ὑγρόχυτος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγρόχῠτος Medium diacritics: ὑγρόχυτος Low diacritics: υγρόχυτος Capitals: ΥΓΡΟΧΥΤΟΣ
Transliteration A: hygróchytos Transliteration B: hygrochytos Transliteration C: ygrochytos Beta Code: u(gro/xutos

English (LSJ)

ὑγρόχυτον, (χέω) pouring or poured forth wet, Nonn. D. 8.275.

German (Pape)

[Seite 1172] sich feucht ergießend, feucht, naß ergossen, ὄμβρος Nonn. D. 8, 274.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ῥέων ἢ ἐκχεόμενος ὑγρός, Νόνν. Δ. 8. 275.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που χύνεται σαν υγρόὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρόχυτος, υδρόχυτος].