ὑπαισχύνομαι

Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡν], Pass.,    A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.

German (Pape)

[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.

French (Bailly abrégé)

éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.

Greek Monolingual

Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].

Greek Monotonic

ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαισχύνομαι: несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.

Middle Liddell


Pass. to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Plat.