ὑπερίσχυρος

Revision as of 08:31, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.

German (Pape)

[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.

Greek Monolingual

-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.

Greek Monotonic

ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίσχῡρος: чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.

Middle Liddell

ὑπερ-ίσχῡρος, ον,
exceeding strong, Xen.