ὑπόπλατυς

Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

υ,    A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410.    2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551.    II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.

German (Pape)

[Seite 1229] υ, etwas breit, flach, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλᾰτυς: υ, ὀλίγον τι πλατύς, κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. ὑφάλμυρος, ὀλίγον ἁλμυρός, Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108.

Greek Monolingual

-υ, Α πλατύς
1. ο κάπως πλατύς, εκτεταμένος («τὰ ἐν τοῑσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)
2. ο ελαφρώς αλμυρός.