ὑφόρμισις

Revision as of 09:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A harbour, anchorage, AP7.699.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.

Greek Monotonic

ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.