ἰατρονίκης
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, A conqueror of physicians, Inscr. in Plin.HN29.9 (epitaph of Thessalus).
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρονίκης: -ου, ὁ, νικητὴς τῶν ἰατρῶν, Ἐπιγραφ. παρὰ Πλιν. Η. Ν. 29. 5.
Greek Monolingual
ἰατρονίκης, ὁ (Α)
ο νικητής τών άλλων γιατρών, ο διακεκριμένος γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -νικης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο-νίκης, πολυ-νίκης].