ναυφύλαξ

Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,    A one who keeps watch on board ship, Ar.Fr.372.    II = ναοφύλαξ 1, IG42(1).402 (pl., Epid., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 233] ακος, ὁ, Schiffswächter, Ar. frg. 339.

Greek (Liddell-Scott)

ναυφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ νεώς, φρουρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 339.

Greek Monolingual

ναυφύλαξ, ὁ (Α)
1. φρουρός ναού
2. φύλακας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. της ονομ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ несущий охрану судна, корабельный страж Arph.