ναυφύλαξ

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυφῠ́λᾰξ Medium diacritics: ναυφύλαξ Low diacritics: ναυφύλαξ Capitals: ΝΑΥΦΥΛΑΞ
Transliteration A: nauphýlax Transliteration B: nauphylax Transliteration C: naffylaks Beta Code: naufu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,
A one who keeps watch on board ship, Ar.Fr.372.
II = ναοφύλαξ 1, IG42(1).402 (pl., Epid., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 233] ακος, ὁ, Schiffswächter, Ar. frg. 339.

Russian (Dvoretsky)

ναυφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ несущий охрану судна, корабельный страж Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ναυφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ νεώς, φρουρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 339.

Greek Monolingual

ναυφύλαξ, ὁ (Α)
1. φρουρός ναού
2. φύλακας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. της ονομ.].