ἀφίκτωρ

Revision as of 15:42, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

ορος, ὁ,    A = ἱκέτης, A.Supp.241.    2 Ζεὺς ἀφίκτωρ, = ἱκέσιος, ib.1.

German (Pape)

[Seite 411] ορος, ὁ, der Schutzflehende, Aesch. Suppl. 238; Ζεὺς ἀφίκτωρ, der Beschützer der Schutzflehenden, wie ἱκέσιος, Suppl. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίκτωρ: -ορος, ὁ, = ἱκέτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241. 2) Ζεὺς ἀφίκτωρ = ἱκέσιος αὐτόθι 1. Μόνον ἐν ποιήσει.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 suppliant;
2 protecteur des suppliants (Zeus).
Étymologie: ἀφικνέομαι.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
suplicante κλάδοι ... ἀφικτόρων A.Supp.241, Ζεὺς ἀ. Zeus, protector de los suplicantes A.Supp.1.

Greek Monolingual

ἀφίκτωρ, ο (Α) αφίκω
1. ικέτης
2. «Ζεὺς ἀφίκτωρ» — ικέσιος, προστάτης των ικετών.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίκτωρ: ορος ὁ
1) молящий о защите, ищущий убежища Aesch.;
2) покровитель ищущих убежища (эпитет Зевса) Aesch.