ἀφίκτωρ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A = ἱκέτης, A.Supp.241.
2 Ζεὺς ἀφίκτωρ, = ἱκέσιος, ib.1.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
suplicante κλάδοι ... ἀφικτόρων A.Supp.241, Ζεὺς ἀ. Zeus, protector de los suplicantes A.Supp.1.
German (Pape)
[Seite 411] ορος, ὁ, der Schutzflehende, Aesch. Suppl. 238; Ζεὺς ἀφίκτωρ, der Beschützer der Schutzflehenden, wie ἱκέσιος, Suppl. 1.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
1 suppliant;
2 protecteur des suppliants (Zeus).
Étymologie: ἀφικνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίκτωρ: ορος ὁ
1 молящий о защите, ищущий убежища Aesch.;
2 покровитель ищущих убежища (эпитет Зевса) Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίκτωρ: -ορος, ὁ, = ἱκέτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241. 2) Ζεὺς ἀφίκτωρ = ἱκέσιος αὐτόθι 1. Μόνον ἐν ποιήσει.
Greek Monolingual
ἀφίκτωρ, ο (Α) αφίκω
1. ικέτης
2. «Ζεὺς ἀφίκτωρ» — ικέσιος, προστάτης των ικετών.