συντελέθω

Revision as of 15:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

English (Slater)

συντελέθω
   1 belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.

Greek Monotonic

συντελέθω: = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελέθω [σύν, τελέθω] toebehoren aan, bezit zijn van:. ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν... συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται daar zal zij haar een stuk land geven om rechtmatig bezit te zijn Pind. P. 9.57.

Middle Liddell

= συντελέω III]
to belong to, Pind.