πικρόγαμος

Revision as of 16:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

English (LSJ)

ον,    A attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l’hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.

Middle Liddell

πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.