νεφελοστάσια

Revision as of 16:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

English (LSJ)

[στᾰ], τά, (   A νεφέλη III, ἵστημι) place where nets are set to catch birds, Id.1928.37.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοστάσια: τά, (νεφέλη ΙΙΙ, ἵστημι) τόπος, ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27.

Greek Monolingual

νεφελοστάσια, τὰ (Μ)
τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο-στάσιον].