Λακωνίζω

Revision as of 19:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A imitate Lacedaemonian manners, dress, etc., Pl.Prt. 342b sq., X.HG4.8.18, D.54.34; Λ. τῇ διαίτῃ Plu.Alc.23; τῇ φωνῇ Id.2.150b: hence, speak laconically, ib.513a, etc.; = titubo, Gloss. II act in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.2, etc. III = παιδεραστέω, Ar.Fr.338, Eup.351.1.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκωνίζω: μιμοῦμαι λακωνικοὺς τρόπους, ἱματισμόν, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 342Β. κέξ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18. καὶ 28, Δημ. 1267· 23· Λ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Ἀλκ. 23· τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν 2. 150Α· - ἐντεῦθεν, ὁμιλῶ λακωνικῶς, αὐτόθι 513Α, κτλ. ΙΙ. φρονῶ τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, εἶμαι μὲ τὸ μέρος αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, κτλ. ΙΙΙ. = παιδεραστέω, περὶ οὗ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὠνειδίζοντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 322, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἴδε κυσολάκων.

Greek Monotonic

Λᾰκωνίζω:I. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.
II. συμφωνώ με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το μέρος τους, συντάσσομαι στο πλευρό τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

Λᾰκωνίζω, [from Λά˘κων]
I. to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.
II. to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.