Λακωνίζω

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκωνίζω Medium diacritics: Λακωνίζω Low diacritics: Λακωνίζω Capitals: ΛΑΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: Lakōnízō Transliteration B: Lakōnizō Transliteration C: Lakonizo Beta Code: *lakwni/zw

English (LSJ)

[ᾰ] imitate Lacedaemonian manners, imitate Lacedaemonian dress, etc., Pl. Prt. 342b sq. X. HG 4.8.18, D. 54.34; τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖνφιλογυμναστεῖν = to be Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics, Pl. Prt. 342e6; λακωνίζω τῇ διαίτῃ Plu. Alc. 23; λακωνίζω τῇ φωνῇ Id. 2.150b; hence, speak laconically, ib. 513a, etc.; = titubo, GlossariaΙΙ.act in the Lacedaemonian interest, X. HG 4.44.2, etc.ΙΙΙ. = παιδεραστέω (be a pederast), Ar. Fr. 338, Eup. 351.1.

German (Pape)

[Seite 9] 1) den Lakonen spielen, den Lacedämoniern in Lebensart, Kleidung, Sitten nachahmen, was oft in ein äußeres Nachäffen der roheren Form ausartete, vgl. Eupolis bei Ath. I, 17 d; Plat. Prot. 324 e; Dem. 59, 36; τῇ διαίτῃ, Plat. Alcib. 23 (vgl. λακωνιστής); bes. auch lakonisch, kurz, kräftig u. schlagend sprechen, Plut. u. Sp. – 2) es mit den Lacedämoniern halten, von ihrer Partei sein; Xen. Hell. 4, 4, 2. 7, 1, 44; Isocr. u. A.

French (Bailly abrégé)

1 imiter les Lacédémoniens (pour les mœurs, le genre de vie, le langage);
2 être du parti des Lacédémoniens.
Étymologie: Λάκων.

Russian (Dvoretsky)

λακωνίζω:
1 подражать лаконцам, следовать лаконским нравам (τῇ διαίτῃ, τῇ φωνῇ Plut.);
2 сжато выражаться, лаконично говорить Plut.;
3 держать сторону лаконцев Xen., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκωνίζω: μιμοῦμαι λακωνικοὺς τρόπους, ἱματισμόν, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 342Β. κέξ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18. καὶ 28, Δημ. 1267· 23· Λ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Ἀλκ. 23· τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν 2. 150Α· - ἐντεῦθεν, ὁμιλῶ λακωνικῶς, αὐτόθι 513Α, κτλ. ΙΙ. φρονῶ τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, εἶμαι μὲ τὸ μέρος αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, κτλ. ΙΙΙ. = παιδεραστέω, περὶ οὗ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὠνειδίζοντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 322, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἴδε κυσολάκων.

Greek Monotonic

Λᾰκωνίζω:
I. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.
II. συμφωνώ με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το μέρος τους, συντάσσομαι στο πλευρό τους, σε Ξεν.

Greek Monolingual

λακωνίζω) Λάκων
εκφράζομαι με συντομία και ακρίβειατὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν»)
αρχ.
1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.)
2. ψελλίζω, τραυλίζω
3. διάκειμαι φιλικά προς τους Λάκωνες, ανήκω σε φιλοσπαρτιατικό κόμμα ή μερίδα, υποστηρίζω τους Λάκωνες
4. ρέπω προς την παιδεραστία.

Middle Liddell

Λᾰκωνίζω, [from Λᾰ́κων]
I. to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.
II. to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.