κυσολάκων
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, = παιδεραστής, from the Spartans being accused of the practice, Aristarch. ap. Hsch., Com.Adesp.1063.
German (Pape)
[Seite 1538] ωνος, ὁ, ein Knabenschänder, wie die Lakonen, denen man dies Laster besonders vorwarf, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κυσολάκων: -ωνος, ὁ, = παιδεραστής, ἐπειδὴ οἱ Σπαρτιᾶται κατηγοροῦντο ἐπὶ τοιαύτῃ συνηθείᾳ, Ἀρίσταρχ. παρ’ Ἡσυχ., Φώτ.
Greek Monolingual
κυσολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
(για τους Σπαρτιάτες) παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + Λάκων «Σπαρτιάτης»].