αἰωνόβιος
English (LSJ)
ον, A immortal, title of Egyptian kings, Πτολεμαῖος OGI90.4 (Rosetta, ii B. C.), PMag.Par.1.154; of God, PMag.Lond. 46.176,482.
Greek (Liddell-Scott)
αἰωνόβῐος: -ον, = ἀθάνατος, Ἐπιγρ. Ροσέττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 4.
Spanish (DGE)
-ον
de vida eterna, inmortal epít. de los Ptolomeos y reyes egipcios Πτολεμαῖος (Ptolomeo IV Filopátor) ISyène 2.6 (III a.C.), cf. PMonac.45.12 (III a.C.), OGI 90.4 (Roseta II a.C.), ῬαμέστηςἩλίου παῖς αἰ. Hermapio 1, Ψαμμήτιχος PMag.4.154
•de divinidades Ἰάω, ὁ μέγας αἰ. PMag.5.176, cf. 482, de Dios αἰωνόβιε Synes.Hymn.1.163.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α αἰωνόβιος, -ιον)
αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος
νεοελλ.
μακρόβιος, πολύχρονος
αρχ.
1. ως τίτλος τών βασιλέων της Αιγύπτου
2. ως τίτλος του Θεού μτγν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος.