βαλάνισσα

Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, fem. of βαλανεύς, A bathing-woman, AP5.81.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, fem. zu βαλανεύς, Ep. ad. 64 (V, 82).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. τοῦ βαλανεύς, ὡς βασίλισσα τοῦ βασιλεύς, γυνὴ ἐν λουτρῶνι ὑπηρετοῦσα, Ἀνθ. Π. 5. 82.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. βαλανεύτρια.

Spanish (DGE)

(βᾰλάνισσα) -ης, ἡ

• Prosodia: [-ᾰ-]
fem. de βαλανεύς mujer bañera, AP 5.82.

Greek Monotonic

βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. του βαλανεύς, γυναίκα που προσφέρει υπηρεσίες στα λουτρά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλάνισσα: (λᾰ) ἡ банщица Anth.

Middle Liddell

[fem. of βαλανεύς
a bathing-woman, Anth.