βαλανεύτρια

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, fem. zu βαλανεύς, Liban.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maîtresse ou servante de bain.
Étymologie: fém. de βαλανεύς.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bañera fem. de βαλανεύς Poll.7.166, τίς ἀνέτρεψε τῆς βαλανευτρίας τὴν ἐμπολήν Lib.Decl.26.19.