βαρυσμάραγος

Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

[σμᾰ], ον, A = βαρύκτυπος, Nonn.D.1.156.

German (Pape)

[Seite 435] dumpf rasselnd, tönend, Nonn. D. 1, 156.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυσμάρᾰγος: [σμᾰ], ον, = βαρύκτυπος, Ἀνθολογ. 3, 149. Νόνν. Δ. 1. 156.

Spanish (DGE)

(βᾰρυσμάρᾰγος) -ον

• Prosodia: [-μᾰ-]

• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.6.121]
1 de retumbante rugido λαιμοί Nonn.D.1.156, 36.189, βοείη Nonn.D.l.c.
2 muy estrepitoso de las manos al aplaudir, Nonn.D.13.509.

Greek Monolingual

βαρυσμάραγος, -ον (Α)
ο βαρύκτυπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -σμάραγος < σμαραγώ (-έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»].