σμαραγώ
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
-έω, Α
ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ' ἀπ' οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από τον τ. σμαραγοῦμαι «σφυρίζω, τρίζω» κατ' επίδραση του (σ)μάραγνα «μαστίγιο» δεν θεωρείται πιθανή].